εξώπιος

εξώπιος
ἐξώπιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μακριά μας και δεν τόν βλέπουμε πια («δόμων ἐξώπιος βέβηκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εξ + ώψ* «οφθαλμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξώπιος — out of sight of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ξώπιος — ἐξώπιος , ἐξώπιος out of sight of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξώπιον — ἐξώπιος out of sight of masc/fem acc sg ἐξώπιος out of sight of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωπίους — ἐξώπιος out of sight of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”